λεπτόρριζος

λεπτόρριζος
λεπτό-ρριζος, ον,
A with thin, delicate root, Thphr.HP8.2.3, Gp.2.12.2, Sch.Theoc.5.123.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτόρριζος — η, ο (AM λεπτόρριζος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει λεπτές, αδύνατες ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + ρίζα] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόρριζον — λεπτόρριζος with thin masc/fem acc sg λεπτόρριζος with thin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτόρριζα — λεπτόρριζος with thin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”